- Λακεδαίμονος
- Λακεδαίμωνfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λακεδαίμονος, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.786 τ. χλμ.) του νομού Λακωνίας με πρωτεύουσα τη Σπάρτη … Dictionary of Greek
Καραβάς — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 103 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιά. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 79 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
Liste der ehemaligen Provinzen Griechenlands — Karte der Provinzen Die Provinz (griechisch επαρχία, Eparchía) war im weitgehend zentralistisch verfassten Griechenland bis zur griechischen Gemeindereform von 1997 („Programm Ioannis Kapodistrias“ bzw. griechisch Σχέδιο … Deutsch Wikipedia
Minuscule 18 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 18 Text New Testament Date 1364 Script Greek … Wikipedia
LAS — Laconum urbs. Lycophron in Cassandra: Καὶ Λᾶν περήσεις, ubi Schol. Λᾶν, πόλιν Λακεδαίμονος, ἣν Ο῞μηρος Λάαν φησι. Paus. inter Eleutherolaconum urbes ponit, posteaque 10. stad. abfuisle a mari dicit. Lasa vulgo. Vide La … Hofmann J. Lexicon universale
TECHNICI — Graece Τεχνικοὶ, memorati A. Gellio, l. 17. c. 5. acutuli fuêre et minutuli Doctores, in disserendo tamen non impgri. quasi dicas Artificiales. Maximus Victorinus de Arte Gramm. l. 1. interpretatur Artium traditores: a mediae aetatis Scriptoribus … Hofmann J. Lexicon universale
Κουμάνοι — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 131 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κροκεών. II Τουρκικός λαός, ο οποίος από τον 10o … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Σπαρτιάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α 1. ο κάτοικος τής Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη 2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης τής Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη … Dictionary of Greek
Τυνδάρεος — και αττ. τ. Τυνδάρεως, εω, και έου και εος, ο, ΝΑ 1. μυθ. γιος τού Οιβάλλου και τής Γοργοφόνης ή τής Βάτειας, αδελφός τού Ικαρίου, τού Ιπποκόωντος, τού Αφαρέως, τού Λευκίππου και τής Αρήνης, θνητός σύζυγος τής Λήδας και πατέρας τής Ελένης, τής… … Dictionary of Greek